Με την ΣτΕ 1580/2021 η Ολομέλεια του Ανώτατου Ακυρωτικού έκρινε κατά πλειοψηφία πως δεν αντίκειται στο Σύνταγμα και ειδικότερα στις συνταγματικώς κατοχυρωμένες αρχές της ανεξαρτησίας και της αμεροληψίας του δικαστή η ανάθεση, στα Διοικητικά Πρωτοδικεία της αρμοδιότητας εκδίκασης αιτήσεων ακυρώσεως κατά των αποφάσεων των Ανεξάρτητων Επιτροπών Προσφυγών (στο εξής ΑΕΠ), οι οποίες συγκροτούνται εκ της συστάσεώς τους -και κυρίως- από ανώτερους Διοικητικούς Δικαστές, Εφέτες αλλά και Προέδρους Εφετών. Την μεταφορά της αρμοδιότητας από τα Διοικητικά Εφετεία στα Διοικητικά Πρωτοδικεία εισήγαγε το άρθρο 115 του ν. 4636/2019 το οποίο ορίζει στην παρ. 1ότι στην αρμοδιότητα του τριμελούς διοικητικού πρωτοδικείου υπάγονται οι ακυρωτικές διαφορές, οι οποίες γεννώνται από την προσβολή ατομικών διοικητικών πράξεων που εκδίδονται: α) κατ’ εφαρμογή της νομοθεσίας περί αλλοδαπών εν γένει, β) που αφορούν την κτήση και την απώλεια της ελληνικής ιθαγένειας, γ) που αφορούν την αναγνώριση αλλοδαπού ως πρόσφυγα, υπό την έννοια της Συμβάσεως της Γενεύης. Μόνη η αποδοχή της αιτήσεως και η εισαγωγή των υποθέσεων σε πρότυπη δίκη από την Επιτροπή του αρ. 1 ν. 3900/2010 αποτέλεσε σαφή ένδειξη prima facie προβληματικότητας της επίμαχης νομικής διάταξης.
Για την εξαγωγή της παραπάνω κρίσης, το Δικαστήριο εξέτασε κυρίως την φύση των ΑΕΠ, των οργάνων που είναι αρμόδια για την εξέταση αποφάσεων επί των ενδικοφανών προσφυγών κατά πρωτοβάθμιων απορριπτικών αποφάσεων επί αιτημάτων ασύλου, καταλήγοντας στο ότι αποτελούν όργανα της εκτελεστικής λειτουργίας του κράτους (και όχι δικαστήρια), τα οποία έχουν αρμοδιότητες δικαιοδοτικού χαρακτήρα κατ’ αρ. 89 παρ. 2 του Συντάγματος. Ενόψει αυτού, δεν παραβιάζονται οι αρχές της ορθολογικής οργάνωσης της δικαιοσύνης και των συνταγματικών επιταγών της ανεξαρτησίας και αμεροληψίας του δικαστή, στις περιπτώσεις που κατώτερος σε βαθμό δικαστής καλείται να κρίνει απόφαση ανώτερου, επειδή ακριβώς οι δικαστές στελεχώνουν τις ΑΕΠ, ως κρατικοί λειτουργοί και όχι υπό την ιδιότητά τους ως δικαστών. Επομένως, οι Διοικητικοί Πρωτοδίκες που επιλαμβάνονται ύστερα από αιτήσεις ακύρωσης κατά αποφάσεων των ΑΕΠ, ασκούν έλεγχο νομιμότητας σε αποφάσεις οργάνων της εκτελεστικής εξουσίας οπλισμένοι με τις εκ του Συντάγματος εγγυήσεις προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας, οι οποίες κατά την πλειοψηφούσα άποψη δεν αποδυναμώνονται από την συμμετοχή άλλων -και ίσως ανώτερων- δικαστών στα όργανα που εκδίδουν τις υπό έλεγχο αποφάσεις, διότι αυτοί επιτελούν ως μέλη των ΑΕΠ ρόλο οργάνων εκτελεστικής λειτουργίας.
Η κρίση αυτή ωστόσο υποκρύπτει κάποιες προβληματικές: Πρώτον, ο χαρακτηρισμός των δικαστικών λειτουργών-μελών των ΑΕΠ ως κρατικών οργάνων της εκτελεστικής λειτουργίας, αντιτίθεται στην ίδια τη βούληση του νομοθέτη ο οποίος σκοπίμως αντικατέστησε δια των τελευταίων νομοθετικών τροποποιήσεων, το τρίτο μέλος-μη δικαστή των ΑΕΠ, με δικαστή, στην προσπάθεια ενίσχυσης του κύρους των Επιτροπών, ενόψει των εγγυήσεων ανεξαρτησίας που κατοχυρώνει το Σύνταγμα για το δικαστικό λειτούργημα (όπως αναφέρει η αιτιολογική έκθεση του ν. 4686/2020). Οι δικαστικοί επελέγησαν από το νομοθέτη έναντι άλλων κρατικών -και μη- λειτουργών (δημοσίων υπαλλήλων, δικηγόρων κλπ), διόλου τυχαία και προς την επίτευξη της πλήρους ανεξαρτησίας των ΑΕΠ, με αποτέλεσμα να δημιουργείται η εντύπωση ότι ο δικαστής επιλέγεται ως δικαστής και τίποτα διαφορετικό. Τούτων δοθέντων, γεννάται το παράδοξο της τοποθέτησης δικαστικού λειτουργού σε συλλογικό όργανο, προκειμένου να προσδώσει με τις ιδιαίτερες ιδιότητες που αναγνωρίζει το Σύνταγμα στο λειτούργημά του (προσωπική και λειτουργική ανεξαρτησία) αυξημένα εχέγγυα σε αυτό, στο οποίο όμως σύμφωνα με την ΣτΕ 1580/2021 δε μετέχει υπό την ιδιότητα του δικαστή (μέρος της οποίας είναι και οι εγγυήσεις της προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας) αλλά ως διοικητικό όργανο.
Δεύτερον, ο δικαστικός λειτουργός δε δύναται να μετέχει, έστω και στα συλλογικά όργανα του αρ. 89 παρ. 2, με άλλη ιδιότητα πέραν αυτής που του αναγνωρίζει το Σύνταγμα και ο νόμος. Το αρχέτυπο του δικαστή, συνυφασμένο με τις εγγυήσεις του Συντάγματος, αποτελεί συνταγματικό θεμέλιο της δικαιοσύνης και του κράτους δικαίου. Επομένως, δεν είναι συνταγματικώς νοητή η έστω και κατά περίπτωση απώλεια των προνομίων του αρ. 87 (προσωπική και λειτουργική ανεξαρτησία), ούτε από την άλλη πλευρά, η δυνατότητα συμμετοχής δικαστών σε συλλογικά όργανα με ιδιότητα διαφορετική από εκείνη του δικαστικού λειτουργού και παράλληλη διατήρηση των εγγυήσεών του, διότι τα διαφορετικά θεσμικά όργανα φέρουν τις αντίστοιχες συνταγματικά προβλεπόμενες ιδιότητες και εγγυήσεις (δημόσιοι υπάλληλοι αρ. 103 επ., δικαστικοί λειτουργοί αρ. 87 επ.), οι οποίες περιγράφονται στο Σύνταγμα περιοριστικά. Άλλωστε ακόμη και στην περίπτωση εξαιρετικής συμμετοχής του δικαστικού λειτουργού σε όργανα της εκτελεστικής λειτουργίας, δεν παύουν να ισχύουν όλες οι διατάξεις που αφορούν το δικαστικό λειτούργημα (Κώδικας περί Οργανισμού Δικαστηρίων, νόμοι περί πειθαρχικής ευθύνης των δικαστών κλπ).
Κατά τη μειοψηφούσα άποψη (ένας Αντιπρόεδρος, δύο Σύμβουλοι και μία Πάρεδρος), αντιβαίνει στις συνταγματικές αρχές της ορθολογικής οργάνωσης της δικαιοσύνης και της δικαστικής ανεξαρτησίας και αμεροληψίας η νομοθετική οργάνωση ενός οικοδομήματος το οποίο αφήνει περιθώρια να τίθενται υπό την κρίση κατώτερων κατά βαθμό δικαστών οι αποφάσεις δικαστών βαθμολογικώς ανώτερων, ανεξαρτήτως του εάν πρόκειται για κρίσεις επί αποφάσεων δικαστικών σχηματισμών ή συλλογικών οργάνων της Διοίκησης που ασκούν δικαιοδοτικό έργο. Προς επίρρωση της άποψης αυτής αναφέρεται η δυνατότητα διενέργειας από τους Εφέτες ή τους Προέδρους Εφετών επιθεώρησης στα Διοικητικά Πρωτοδικεία και υποβολής πρότασης άσκησης πειθαρχικής αγωγής κατά οποιουδήποτε επιθεωρούμενου. Ακόμη, αναφέρεται η δυνατότητα των Εφετών να μετέχουν χωρίς ψήφο στο Ανώτατο Συμβούλιο Διοικητικής Δικαιοσύνης προκειμένου για υπηρεσιακές μεταβολές δικαστών με βαθμό κατώτερο του Εφέτη, ώστε, υπό τα δεδομένα αυτά, να δύναται, αντικειμενικώς, να τεθεί υπό εύλογη αμφισβήτηση η κρίση των τελικώς αποφαινόμενων δικαστών (πρωτοδικών και προέδρων πρωτοδικών) παρά τις κατά τα ανωτέρω συνταγματικές εγγυήσεις.
Παρασκευή Αγγελοπούλου, Δικηγόρος, ΔΜΣ Δημοσίου Δικαίου και Δημόσιας Πολιτικής