1. Με την παράγραφο 9 του άρθρου 39 του Ν. 4387/2016 ρυθμίστηκε ότι για τους μη μισθωτούς ασφαλισμένους του ΕΦΚΑ (αυτοαπασχολούμενους και ελεύθερους επαγγελματίες) που αμείβονται με δελτίο παροχής υπηρεσιών και για τους οποίους προκύπτει ότι το εισόδημά τους προέρχεται από την απασχόλησή τους σε έως δύο φυσικά ή νομικά πρόσωπα, εφαρμόζονται αναλογικά, ως προς το ύψος, τον τρόπο υπολογισμού και τον υπόχρεο καταβολής της εισφοράς, οι διατάξεις για την ασφάλιση των μισθωτών, όπως ρυθμίζεται στο άρθρο 38 του Νόμου. Συνέπεια της ρύθμισης αυτής είναι ότι οι συγκεκριμένοι ασφαλισμένοι δεν φέρουν αποκλειστικά και μόνο οι ίδιοι το βάρος καταβολής των ασφαλιστικών εισφορών, αλλά καταβάλλεται το μεγαλύτερο μέρος τους από το πρόσωπο ή τα πρόσωπα προς το οποίο ή τα οποία παρέχουν τις υπηρεσίες τους.
Τα κριτήρια για την αναλογική εφαρμογή των διατάξεων της ασφάλισης των μισθωτών στην περίπτωση των μη μισθωτών είναι α) η ύπαρξη διαρκούς σχέσης παροχής υπηρεσιών, β) η έκδοση δελτίων παροχής υπηρεσιών προς ένα έως και δύο εργοδότες και γ) το εισόδημά τους να προέρχεται αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο από τις σχέσεις αυτές.
2. Ωστόσο, με τις Φ.80000/οικ 2460/106/20.1.2017 και Φ.80000/οικ. 5547/248/7.2.2017 Εγκυκλίους του Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης είχαν εξαιρεθεί από την εφαρμογή της διάταξης της παρ. 9 του άρθρου 9 του ν.4387/2016 οι δικηγόροι που απασχολούνται σε δικηγορικές εταιρείες. Τις δε Πράξεις αυτές ακύρωσε εν μέρει το Συμβούλιο της Επικρατείας κατά το μέρος που εξαιρούνταν οι δικηγόροι από το πεδίο εφαρμογής της παραγράφου 9 του άρθρου 39 του Ν. 4387/2016.
Πιο συγκεκριμένα, με την υπ’ αριθμ. 13/2022 απόφαση το ΣτΕ έκρινε ότι η διάταξη αυτή της παραγράφου 9 του άρθρου 39 του Ν. 4387/2016 δεν διακρίνει και ενόψει του επιδιωκόμενου με τη θέσπισή της σκοπού, από 1.1.2017 η περίπτωση όλων των αυτοαπασχολούμενων (επιστημόνων, όπως οι ιατροί, οι μηχανικοί, οι δικηγόροι κλπ) και των ελεύθερων επαγγελματιών, οι οποίοι α) αμείβονται με δελτίο παροχής υπηρεσιών, β) έχουν διαρκή σχέση με έναν ή δύο «εργοδότες» και γ) το εισόδημά τους προέρχεται από την απασχόλησή τους αυτή και συνεπώς προσομοιάζουν με τους μισθωτούς, ρυθμίζεται κατά τρόπο όμοιο προς την περίπτωση που ρυθμίζει το περί μισθωτών άρθρο 38. Επομένως, κρίθηκε ότι και στην περίπτωση αυτή οι ασφαλιστικές εισφορές επιμερίζονται κατά τα 2/3 του οικείου ποσοστού σε βάρος του «εργοδότη» και κατά το 1/3 σε βάρος του εργαζομένου.
3. Διευκρινίζεται ότι με την υπαγωγή του δικηγόρου στην περίπτωση της παραγράφου 9 του άρθρου 39 του Ν. 4387/2016, ο δικηγόρος δεν χάνει την ιδιότητα του αυτοαπασχολούμενου και δεν θεωρείται ως παρέχων εξαρτημένη εργασία. Παράλληλα, δεν σημαίνει απαραίτητα ότι δεν δύναται να εκδώσει κατά μήνα ή κατά έτος πάνω από δύο (2) τιμολόγια ή δελτία παροχής υπηρεσιών προς τρίτου. Τούτο δε, διότι ο υπαχθείς στην ανωτέρω ρύθμιση δικηγόρος μπορεί να έχει έως δύο διαρκείς σχέσεις συνεργασίας, για τις οποίες να υπόκειται σε εισφορές μισθωτού, αλλά και να έχει και άλλους πελάτες ως αυτοαπασχολούμενος, υποκείμενος σε εισφορές αυτοαπασχολούμενου.
Ήλια Αλευρά, Δικηγόρος, ΔΜΣ Εργατικού Δικαίου.