Επικαιρότητα – Blog

Ποινική Διαπραγμάτευση

Ποινική Διαπραγμάτευση
Τα βασικά της χαρακτηριστικά και ο ρόλος του συνηγόρου. Με το αρ. 303 του νέου ΚΠΔ εισήχθη στην ελληνική έννομη τάξη ο πλέον διαδεδομένος στους κόλπους του αγγλοσαξονικού δικαίου θεσμός, της ποινικής διαπραγμάτευσης (plea bargaining). Πρόκειται για έναν εναλλακτικό τρόπο επιβολής ποινής (και μάλιστα μειωμένης), προαπαιτούμενο της οποίας είναι η ομολογία του κατηγορουμένου. Η διαδικασία […]

Τα βασικά της χαρακτηριστικά και ο ρόλος του συνηγόρου.

  1. Με το αρ. 303 του νέου ΚΠΔ εισήχθη στην ελληνική έννομη τάξη ο πλέον διαδεδομένος στους κόλπους του αγγλοσαξονικού δικαίου θεσμός, της ποινικής διαπραγμάτευσης (plea bargaining). Πρόκειται για έναν εναλλακτικό τρόπο επιβολής ποινής (και μάλιστα μειωμένης), προαπαιτούμενο της οποίας είναι η ομολογία του κατηγορουμένου. Η διαδικασία περιλαμβάνει εν ολίγοις, την διαπραγμάτευση της ποινής μεταξύ του κατηγορουμένου και των διωκτικών αρχών και την κατάληξη αυτής σε συμφωνία, που επισφραγίζεται με την σύνταξη πρακτικού διαπραγμάτευσης. Σκοπός του θεσμού είναι η επιτάχυνση της απονομής ποινικής δικαιοσύνης μέσω της αποσυμφόρησης των πινακίων των εδρών των ποινικών δικαστηρίων.
  2. Σύμφωνα με το αρ. 303 παρ. 1 ΚΠΔ, ποινική διαπραγμάτευση μπορεί να διενεργηθεί σε όλα τα αυτεπαγγέλτως διωκόμενα εγκλήματα, εκτός από τα κακουργήματα για τα οποία η απειλούμενη στο νόμο ποινή είναι η ισόβια κάθειρξη, τα κακουργήματα που προβλέπονται στο αρ. 187Α ΠΚ (τρομοκρατικές πράξεις και τρομοκρατική οργάνωση) και τα κακουργήματα που σχετίζονται με την προσβολή της γενετήσιας ελευθερίας και την οικονομική εκμετάλλευσης της γενετήσιας ζωής.
  3. Ο κατηγορούμενος μπορεί να αιτηθεί την ποινική διαπραγμάτευση μέχρι την τυπική περάτωση της κύριας ανάκρισης, στην περίπτωση κακουργημάτων και την τυπική περάτωση της προανάκρισης στην περίπτωση πλημμελημάτων, αυτοπροσώπως ή δια συνηγόρου του. Η αίτηση υποβάλλεται γραπτώς, είτε ενώπιον του ανακριτή, όπου θα βρίσκεται η δικογραφία μετά την άσκηση ποινικής δίωξης σε περίπτωση κακουργήματος, είτε ενώπιον οποιουδήποτε προανακριτικού υπαλλήλου σε περίπτωση πλημμελήματος, είτε ενώπιον του εισαγγελέα πλημμελειοδικών, όπου η δικογραφία θα διαβιβαστεί στη συνέχεια.
  4. Μετά την υποβολή του αιτήματος, η δικογραφία διαβιβάζεται επί μεν των πλημμελημάτων, στον εισαγγελέα πλημμελειοδικών, επί δε των κακουργημάτων στον εισαγγελέα εφετών. Αυτοί αξιολογούν εάν τα χαρακτηριστικά κάθε ποινικής υποθέσεως που άγεται ενώπιόν τους (συνθήκες τέλεσης της πράξης, προσωπικότητα του κατηγορουμένου) μπορούν να δικαιολογήσουν την παράκαμψη της τακτικής διαδικασίας και την «επιβράβευση» της ομολογίας του κατηγορουμένου με μειωμένη ποινή. Για τον σκοπό αυτό, ο εισαγγελέας καλεί υποχρεωτικά τον κατηγορούμενο να εμφανιστεί ενώπιόν του, μετά ή διά συνηγόρου.
  5. Εάν δεν επιτευχθεί συμφωνία μεταξύ του εισαγγελέα και του κατηγορουμένου, η ποινική διαδικασία συνεχίζεται κανονικά ενώ η γραπτή αίτηση του κατηγορουμένου θεωρείται ουδέποτε υποβληθείσα. Το οικείο υλικό καταστρέφεται και τυχόν αντίγραφα δεν λαμβάνονται υπ’ όψη σε κανένα στάδιο της διαδικασίας, η οποία συνεχίζεται κανονικά.
  6. Εάν ύστερα από τις ανωτέρω διαδικασίες προκύψει συμφωνία κατηγορουμένου και εισαγγελέα για την επιβλητέα ποινή, συντάσσεται πρακτικό διαπραγμάτευσης που υπογράφεται από τον εισαγγελέα, τον κατηγορούμενο και τον παριστάμενο συνήγορό του. Το πρακτικό διαπραγμάτευσης περιέχει την ομολογία του κατηγορουμένου, τη συμφωνηθείσα ποινή και τον τρόπο έκτισής της. Η ποινή καθορίζεται βάσει της απαξίας της πράξης, των συνθηκών τέλεσής της, τον βαθμό υπαιτιότητας, την προσωπικότητα και τους οικονομικούς όρους του κατηγορουμένου. Ο νόμος προβλέπει, περιοριστικά, τα ανώτατα όρια ποινής. Αυτή δεν μπορεί να υπερβαίνει τα πέντε έτη φυλάκισης στα κακουργήματα που τιμωρούνται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών, τα επτά έτη στα κακουργήματα που τιμωρούνται με κάθειρξη άνω των δέκα ετών και τα δύο έτη στα πλημμελήματα.
  7. Μέσα σε πέντε ημέρες από τη σύνταξη του πρακτικού διαπραγμάτευσης, η υπόθεση εισάγεται με απευθείας κλήση στο μονομελές εφετείο επί κακουργημάτων και στο μονομελές πλημμελειοδικείο επί πλημμελημάτων. Ο τρόπος παραπομπής είναι αυτός της απευθείας κλήσης, ανεξαρτήτως του τρόπου που προβλέπεται στο νόμο για το αδίκημα επί του οποίου γίνεται η διαπραγμάτευση. Ο απλούστερος τρόπος παραπομπής, επιλέγεται χάριν συντομίας και εφόσον η διαδικασία είναι ήδη, εν μέρει, δρομολογημένη. Το δικαστήριο σε δημόσια συνεδρίαση κηρύσσει ένοχο τον κατηγορούμενο βάσει του πρακτικού διαπραγμάτευσης και των στοιχείων της δικογραφίας και επιβάλλει σε αυτόν ποινή, η οποία δεν μπορεί να υπερβαίνει την συμφωνηθείσα μεταξύ εισαγγελέα και κατηγορούμενου. Το δικαστήριο εξετάζει αυτεπαγγέλτως, χωρίς να δεσμεύεται από το πρακτικό διαπραγμάτευσης, τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 368 περ. β` και γ` (πχ παραγραφή, κήρυξη ποινικής δίωξης απαράδεκτης όταν υπάρχει δεδικασμένο) και δικαιούται να μεταβάλλει τον νομικό χαρακτηρισμό της πράξης μόνο προς όφελος του κατηγορουμένου. Στην πράξη, συνηθίζεται το δικαστήριο να επικυρώνει απλώς το πρακτικό διαπραγμάτευσης.
  8. Διαπραγμάτευση μπορεί να γίνει και στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου μέχρι την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας, με αίτηση του κατηγορουμένου ή του συνηγόρου του, που καταχωρείται στα πρακτικά. Στην περίπτωση αυτή η διαπραγμάτευση διεξάγεται μεταξύ του κατηγορουμένου και του εισαγγελέα της έδρας.
  9. Εκ των ανωτέρω, συνάγεται ότι ο θεσμός της ποινικής διαμεσολάβησης δίνει στον κατηγορούμενο κίνητρο για ομολογία μέσω της ανταμοιβής της μειωμένης ποινής που του επιβάλλεται. Η ομολογία αυτή, είναι υποχρεωτική προκειμένου να αποδειχθεί η ενοχή του και να διασφαλιστεί το τεκμήριο αθωότητας, καθώς ελλείψει αποδεικτικής διαδικασίας δεν μπορεί να στοιχειοθετηθεί με διαφορετικό τρόπο.
  10. Καίρια, στην διαδικασία της ποινικής διαπραγμάτευσης, είναι η θέση του συνηγόρου του κατηγορουμένου, η παράσταση του οποίου είναι υποχρεωτική, καθότι αυτός θα ενεργήσει τις διαπραγματευτικές ενέργειες με τον εισαγγελέα. Ως εκ τούτου, σε περίπτωση που ο κατηγορούμενος δεν έχει συνήγορο διορίζεται κάποιος υποχρεωτικά από τον σχετικό πίνακα του οικείου δικηγορικού συλλόγου. Ο ρόλος του διαπραγματευτή συνηγόρου είναι ιδιαίτερα περίπλοκος και ενδεχομένως πιο απαιτητικός από τον παραδοσιακό ρόλο του υπερασπιστή συνηγόρου. Για την ακρίβεια, πρόκειται για μια νέα μορφή υπεράσπισης, την συναινετική υπεράσπιση, που τοποθετεί τον συνήγορο στην θέση του «συνομιλητή» των δικαστικών αρχών. Αυτός, καλείται να μελετήσει ενδελεχώς το αποδεικτικό υλικό προκειμένου να διακριβώσει τα περιθώρια αθώωσης, να προβεί σε κάποια πρόγνωση για την ποινή που θα επιβληθεί στο δικαστήριο και γενικότερα να βεβαιωθεί για τα συμφέροντα του κατηγορουμένου αλλά και για το υπό ποιους όρους (και αν) πρέπει να προχωρήσει σε διαπραγμάτευση.
  11. Καταλήγοντας, παρότι η ποινική διαμεσολάβηση απαιτεί εξοικείωση των παραγόντων της δίκης με τις επιμέρους διαδικαστικές πράξεις, καθώς και καλλιέργεια συγκεκριμένης κουλτούρας, η οποία προς το παρόν δεν είναι ιδιαιτέρως αναπτυγμένη, έχουν παρατηρηθεί βήματα προς την καθιέρωση της εφαρμογής της, με παράλληλα σημαντικά αποσυμφορητικά της παραδοσιακής ποινικής διαδικασίας αποτελέσματα.

Παρασκευή Αγγελοπούλου, Δικηγόρος, ΔΜΣ Δημοσίου Δικαίου και Δημόσιας Πολιτικής