Με τις αποφάσεις 1360-1/2021 το Συμβούλιο Επικρατείας έλαβε οριστική θέση απέναντι στο ζήτημα της αξίωσης αποζημίωσης λόγω άδικων ή παράνομων δικαστικών ενεργειών.
Ι. Βασικά σημεία ενδιαφέροντος:
- Το άρθρο 4 παρ.5 του Συντάγματος επιβάλλει να μην μένει αναποζημίωτη επιβάρυνση του πολίτη που προκύπτει από την επιδίωξη δημόσιων σκοπών. Πρόκειται για αδιάστικτη υπεράσπιση της φιλελεύθερης αρχής ότι το όφελος του συνόλου δεν επαρκεί για να δικαιολογήσει την ζημία του ατόμου. Αποτελεί ερώτημα αν η αρχή αυτή θα μπορούσε να θεμελιωθεί και στην αξία την ανθρώπου (2 παρ.1 του Συντάγματος).
- Έτσι η μετέπειτα αθώωση καθιστά την ποινική δίωξη άδικη, αλλά όχι εν στενή εννοία παράνομη. Ο κατηγορούμενος υφίσταται περιοριστικούς όρους, επιβαρύνεται με δικαστικά έξοδα, μπορεί να απολυθεί από την εργασία του και να υποστεί συνέπειες στην επαγγελματική και κοινωνική του φήμη. Η νομολογία αναγνωρίζει την αξίωσή του για ανόρθωση της ζημίας που προκύπτει από την δίωξή του ενώ ήταν αθώος.
- Φυσικά αξίωση αποζημίωσης υπάρχει και για τις εν στενή εννοία παράνομες δικαστικές ενέργειες, αυτές δηλαδή που αντιβαίνουν σε κάποια ρητή νομική διάταξη, σε αντιδιαστολή με τις άδικες, εκείνες δηλαδή που ανατρέπονται ως προς την βασιμότητά τους από κάποια επόμενη δικαστική ενέργεια.
- Αξίζει να σημειωθεί ότι τα όρια της νομιμότητας των δικαστικών αποφάσεων διαγράφονται από τους αναιρετικούς λόγους (ΑΠ Ολ 18/1993), η στοιχειοθέτηση των οποίων καθιστά κατ’ ακρίβεια την δικαστική απόφαση ακυρώσιμη και όχι ουσιαστικά εσφαλμένη.
- Το ΣτΕ λοιπόν αναγνωρίζει την γέννηση αξίωσης αποζημίωσης τόσο στην περίπτωση κατά την οποία οι δικαστικές αποφάσεις είναι ουσιαστικά εσφαλμένες, όσο και σ’ αυτήν κατά την οποία είναι παράνομες.
- Ωστόσο, η πλειοψηφία καταλήγει ότι δεν υπάρχει νομική βάση δικαστικής επιδίωξης της ανόρθωσης της ζημίας από δικαστικές ενέργειες. Το άρθρο 105 ΕισΝΑΚ δεν αποτελεί τέτοια βάση ούτε ευθέως ούτε αναλογικώς (όπως είχε κριθεί με την προγενέστερη 1501/2014), ούτε μπορεί να γίνει απευθείας επίκληση του άρθρου 4 παρ.5 του Συντάγματος ως νομικής βάσης.
- Ουσιαστικά το ΣτΕ μεταθέτει το βάρος στον νομοθέτη για την δημιουργία ενός συστήματος αποζημίωσης των αδικηθέντων από την δικαστική εξουσία, «αναβάλλοντας» την κρίση επ’ αυτών των αξιώσεων. Εξαίρεση αποτελεί η δικαστική ενέργεια που παραβιάζει το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (όχι όμως και της ΕΣΔΑ), για την οποία η αξίωση αποζημίωσης είναι δικαστικά επιδιώξιμη υπό τους όρους του ενωσιακού δικαίου (ΣτΕ Ολ 799/2021)
ΙΙ. Σε πρακτικό επίπεδο, όποιος θεωρεί ότι αδικήθηκε από δικαστική κρίση έχει να εξετάσει τις εξής επιλογές:
Α) να αναμένει την θεσμοθέτηση του συστήματος αποζημίωσης και να ασκήσει τότε αγωγή, αίτηση ή όποιο ένδικο βοήθημα προβλεφθεί, δεδομένου ότι αξίωση που γεννήθηκε αλλά δεν είναι δικαστικά επιδιώξιμη δεν διατρέχει τον χρόνο παραγραφής (ΑΚ 251).
Β) να εξαγγείλει την αξίωσή του στο Νομικό Συμβούλιο του Κράτους, ώστε να προστατευθεί από μεταβατικές διατάξεις που θα έχει το νέο σύστημα, ή νομολογιακά όρια που θα τεθούν κατ’ επίκληση της αρχής της δίκαιης ισορροπίας, η οποία ανέχεται ή και επιβάλλει να μην αποζημιωθούν όλες οι αξιώσεις χωρίς περιορισμούς, ιδίως χρονικούς.
Γ) να καταθέσει αγωγή ζητώντας την αποζημίωση που δικαιούται και αναμένοντας τον νομοθετικό χειρισμό, επικουρικώς δε να ζητήσει αποζημίωση για παράλειψη νομοθέτησης ενός συστήματος αποζημίωσης λόγω αδίκων δικαστικών ενεργειών.
Δ) αν στην περίπτωσή του υπάρχει παραβίαση δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου να προσφύγει απευθείας στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, ελλείψει εσωτερικού ενδίκου βοηθήματος.
ΙΙΙ. Τα όρια της προσδοκώμενης νομοθετικής πρωτοβουλίας:
- Το ΣτΕ, κατά πλειοψηφία, ορθώς έκρινε ότι δεν μπορεί ο δικαστής να πληρώσει κενό νόμου με αναλογία, όταν απαιτείται στάθμιση πολυάριθμων συνταγματικών αρχών αλλά και δικαιοπολιτικών ορίων. Μόνο ο νομοθέτης μπορεί να προβεί πρωτογενώς σε τέτοιες σταθμίσεις. Ωστόσο, προστάτευσε και τα ιδιωτικά έννομα συμφέροντα αναγνωρίζοντας ως υποστατές τις σχετικές αξιώσεις.
- Το βασικό ζήτημα που καλείται να λυθεί, όπως επισήμανε μία εκ των μειοψηφιών, είναι πώς το σύστημα αποζημίωσης δεν θα δημιουργήσει ανασφάλεια σε σχέση με την οριστικότητα των δικαστικών κρίσεων και της νομολογίας, δια της ατέρμονης αμφισβήτησής τους μέσω αγωγών αποζημίωσης. Πιθανές ασφαλιστικές δικλείδες θα μπορούσαν να είναι οι ακόλουθες:
Α) Η εγγύτερη ρύθμιση και αναβάθμιση θεσμών αποζημίωσης που ήδη υπάρχουν, όπως η αγωγή κακοδικίας, η ευθύνη του μηνυτή σε περίπτωση αθώωσης, η αποζημίωση λόγω καθυστέρησης απονομής δικαιοσύνης.
Β) Η εν συνεχεία οριοθέτηση του προβλήματος βάσει πραγματικών στοιχείων. Φαίνεται πως το ζήτημα αφορά μέχρι στιγμής κυρίως την ποινική δικαιοσύνη. Εδώ πρέπει να ερευνηθεί σε ποιες άλλες, πλην της προφυλάκισης, περιπτώσεις, η αθώωση ή η απαλλαγή δεν αποκαθιστά επαρκώς τον κατηγορούμενο. Η ανόρθωση θα μπορούσε να μην είναι εξ αρχής οικονομική, αλλά πραγματική ή ηθική.
Γ) Χωριστό ζήτημα αποτελεί η δικαιοδοσία επί αγωγής/αίτησης αποζημίωσης λόγω ενεργειών της δικαιοσύνης. Οι μειοψηφίες της απόφασης έλαβαν διαφορετικές θέσεις: για άλλους ο δικαιοδοτικός κλάδος, όργανο του οποίου προέβη στην άδικη ενέργεια, είναι ο πλέον κατάλληλος να ερευνήσει το αίτημα αποζημίωσης, για άλλους ο πλέον ακατάλληλος. Είναι πιθανό να πρέπει να ιδρυθεί ειδικό δικαστικό όργανο από δικαστές και των τριών κλάδων και μη δικαστές, ή να ανατεθεί το είδος αυτό ενδίκου βοηθήματος στο Δικαστήριο Αγωγών Κακοδικίας.
Δ) Τελευταίο θέμα αποτελεί η σχέση της κρίσης που επιδικάζει αποζημίωση με την τελευταία δικαστική κρίση επί της υπόθεσης. Δεσμεύει η τελευταία την πρώτη ή μπορεί να σφάλλει και ο τελευταίος βαθμός; Πιθανότατα κάτι τέτοιο είναι νοητό μόνο υπό τους όρους της ευδοκίμησης εκτάκτων ενδίκων μέσων (αναψηλάφησης) ή παραβίασης του ενωσιακού δικαίου ή του άρθρου 6 ΕΣΔΑ. Το ερώτημα συνεπώς είναι αν μπορούν να θεσπιστούν τέτοιες έσχατες ασφαλιστικές δικλείδες, χωρίς να τύχουν κατάχρησης.
Η απόφαση του ΣτΕ διακρίνεται από εντυπωσιακή πληρότητα και συνιστά ορόσημο για την εξέλιξη του κράτους δικαίου στην Ελλάδα, αλλά και την εγγύτερη διάδραση των τριών εννόμων τάξεων, εθνικής, ενωσιακής και ευρωπαϊκής (ΕΣΔΑ).
Κωνσταντίνος Φαρμακίδης-Μάρκου, Δικηγόρος, LLM Θεωρίας Δικαίου