Με το νέο πτωχευτικό νόμο (Ν 4738/2020), που είναι εφαρμοστέος σε διαδικασίες που εκκινούν μετά την ημερομηνία θέσης του σε ισχύ (βλ. άρθρ. 263 και 308), εισάγονται νέες ρυθμίσεις, όσον αφορά το ζήτημα της αναστολής των ατομικών διώξεων κατά του πτωχεύσαντος οφειλέτη. Επισημαίνεται, ότι η παράβαση των περί αναστολής των ατομικών διώξεων διατάξεων συνεπάγεται την αυτοδίκαιη ακυρότητα των πράξεων που έγιναν κατά παράβασή της, αφού η σχετική διάταξη θέτει κανόνα αναγκαστικού δικαίου, ως εξασφαλίζουσα την αρχή της ισότητας των πτωχευτικών πιστωτών (ΑΠ 808/1990, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) ενώ αποτελεί ισχυρισμό αναγόμενο στη δημόσια τάξη, δυνάμενο να προταθεί παραδεκτά για πρώτη φορά στον Άρειο Πάγο (βλ. ΑΠ 1448/2018 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ειδικότερα: 1) Στο άρθρο 100 του νέου νόμου επαναλαμβάνεται η ρύθμιση του άρθρου 25 ΠτΚ (Ν 3588/2007), γίνεται όμως επιπλέον ρητή αναφορά, ότι στην αναστολή συμπεριλαμβάνονται πράξεις φορολογικής φύσεως, ήτοι μέτρα διοικητικής εκτέλεσης από το Δημόσιο και τους Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης, καθώς και μέτρα διασφάλισης της οφειλής κατά τις διατάξεις του άρθρου 46 του ν. 4174/2013 και του άρθρου 42 ν. 4557/2018, με σκοπό, όπως αναφέρεται στην αιτιολογική έκθεσή του, την απρόσκοπτη εξέλιξη των εργασιών της πτώχευσης. 2) Στο άρθρο 100 παρ. 3 ρυθμίζεται πλέον ρητά η τύχη των διασφαλιστικών μέτρων για οφειλές έναντι του Δημοσίου (άρθρ. 46 παρ. 5 και 6 Ν 4174/2013), που λήφθηκαν πριν την κήρυξη της πτώχευσης ή λαμβάνονται μετά την κήρυξη της πτώχευσης, ορίζοντας ότι αυτά αναστέλλονται κατά το μέρος που αφορούν τον οφειλέτη μέχρι ανακλήσεως της απόφασης πτώχευσης ή περάτωσης της πτώχευσης ή παύσης των εργασιών της. 3) Εισάγεται ρητή εξαίρεση στον κανόνα της αναστολής των ατομικών διώξεων (άρθρο 100 παρ. 2), σύμφωνα με την οποία «σε περίπτωση κατάσχεσης εις χείρας τρίτου πριν από την κήρυξη της πτώχευσης, η πτώχευση δεν επηρεάζει τα δικαιώματα του κατασχόντος επί μελλοντικών απαιτήσεων του οφειλέτη που εκχωρήθηκαν αναγκαστικά με την κατάσχεση, αλλά δεν έχουν ακόμα γεννηθεί». Η νεοεισαχθείσα ρύθμιση, η οποία άλλωστε προέκυπτε εκ του νόμου (άρθρα 983, 985, 988, 990 ΚΠολΔ) και αποτελούσε πάγια θέση της νομολογίας υπό τον προϊσχύοντα ΠτΚ (βλ. ενδ. ΑΠ 1261/2019, ΟλΑΠ 3/ 1993 ΕλλΔνη 1993, 1459, ΑΠ 1478/2011), δείχνει αντίθετη με την αρχή της συλλογικής ικανοποίησης των πιστωτών, αφού άγει σε συρρίκνωση της πτωχευτικής περιουσίας και σε προνομιακή αντιμετώπιση του κατασχόντος προπτωχευτικού πιστωτή. Ενισχύεται δε η θέση των κατασχόντων εις χείρας τρίτου, από το άρθρο 210 παρ. 1 του ίδιου πάντα νόμου, που ορίζει ότι «1. Η πτώχευση δεν επηρεάζει τα δικαιώματα του εκδοχέα επί μελλοντικών απαιτήσεων του οφειλέτη που εκχωρήθησαν πριν την κήρυξη της πτώχευσης, αλλά δεν έχουν ακόμα γεννηθεί.», δεδομένου ότι κατά τη νομική θεωρία και νομολογία, σε περίπτωση θετικής δήλωσης του τρίτου, η κατάσχεση εξομοιούται ως προς τα αποτελέσματά της με εκχώρηση απαίτησης. Η ρωγμή αυτή στην αναστολή των ατομικών διώξεων αντιμετωπίζεται με επιφύλαξη (βλ. Περάκη Ε., πτωχευτικό δίκαιο, 4η έκδοση, σελ. 291) ενώ έχει διατυπωθεί η άποψη (βλ. Κεραμεύς/Κονδύλης/Νίκας, Ερμηνεία ΚΠΟΛΔ – Αναγκαστική Εκτέλεση, 2η έκδ. 2021) «Ότι επιβάλλεται επομένως χάριν της πραγματώσεως της αρχής για την ισότιμη αντιμετώπιση των πιστωτών η υιοθέτηση της θέσεως ότι μελλοντικές αξιώσεις καταλαμβάνονται από την πτώχευση και την συνεπαγόμενη απώλεια της εξουσίας διαθέσεως του καθ’ ου». 4) Διαφοροποιούνται τα αποτελέσματα της αναστολής ως προς τους ενέγγυους πιστωτές από το άρθρο 26 παρ. 3 του Ν 3588/2007 αφού σύμφωνα με το άρθρο 101 παρ. 3 Ν 4738/2020 για χρονικό διάστημα 9 μηνών, δεν ισχύει η αναστολή των ατομικών διώξεων γι’ αυτούς, η οποία όμως επανέρχεται για ανέγγυους και ενέγγυους πιστωτές μετά την παρέλευση του χρονικού αυτού διαστήματος, ώστε μετά το χρονικό αυτό σημείο, αρμόδιος να εκποιήσει είναι μόνον ο σύνδικος, 5) Η αναστολή των ατομικών διώξεων καταλαμβάνει εξαρχής και τους ενέγγυους πιστωτές, σε περίπτωση εκποίησης της επιχείρησης ως λειτουργικού συνόλου ή ως επιμέρους λειτουργικών συνόλων αυτής κατ΄ άρθρο 81 παρ. 1.
Ευδοκία Παπανδρέου, Δικηγόρος, ΔΜΣ Εργατικού Δικαίου